ἀποκάθημαι

ἀποκάθημαι
ἀποκάθ-ημαι,
A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται ([dialect] Ion. for -κάθηνται) Hdt.4.66;

ἐν τῷ τεύχει Arist.HA625a26

;

ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7

(Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXXLe.20.18, al., cf. Ph.1.578;

θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2

.
II sit idle, Ael. VH6.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια …   Dictionary of Greek

  • ἀποκάθημαι — ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg (ionic) ἀπό κάθημαι to be seated perf ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”